- υπερνατριαιμία
- η, Νιατρ. αύξηση τού επιπέδου τού νατρίου στο αίμα, πάνω από το φυσιολογικό όριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hypernatriemia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση … Dictionary of Greek